EFL - ορισμός. Τι είναι το EFL
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι EFL - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
EFL (disambiguation)

EFL         
Emitter Follower Logic (Reference: IC)
EFL         
EFL         
EFL is the teaching of English to people whose first language is not English. EFL is an abbreviation for 'English as a Foreign Language'.
...an EFL teacher.
N-UNCOUNT: oft N n

Βικιπαίδεια

EFL

EFL most commonly refers to English as a foreign language.

EFL may also refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για EFL
1. Talkthread postings on the English language website EFL–law.org, a site for teachers working in Asia, said some Korean recruiters were luring foreign teachers to the country with the promise of a job and offering them copies of fake degrees to get them through immigration.
2. Ashraf Padanna, Arab News THIRUVANANTHAPURAM, 18 September 2007 — Five legislators belonging to the opposition Congress party–led United Democratic Front (UDF) yesterday began an indefinite fast in the foyer of the Kerala Assembly demanding a comprehensive probe into land deal involving Indian Space Research Organization (ISRO). They also demanded resignation of Forest Minister Binoy Vishwam whom they hold responsible for selling vested forestland in the Merchiston Estate in the Ponmudi hill station for ISRO’s Space Institute despite a ecologically fragile land (EFL) notification being in force.